Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Δήλωση Προέδρου Τ.Ε.Ε. Κεντρικής & Δυτικής Θεσσαλίας ΚωνσταΝτίνου Διαμάντου

Μετά και την χθεσινή απουσία του ΥΠΕΚΑ από το ΣτΕ, και την μη παροχή υποστήριξης στην αίτηση αναστολής της διακοπής των εργασιών στο φράγμα της Συκιάς και στην σήραγγα Συκιάς –Δρακότρυπας με σκοπό την εκτέλεση εργασιών για την προστασία των έργων, που κατέθεσαν τα 3 Υπουργεία (Υποδομών, Οικονομικών, Αγρ. Ανάπτυξης), «έπεσαν οι μάσκες».



Και τα προσχήματα δεν τα «έσωσε» ούτε ο Υφυπουργός Εσωτερικών κος Ντόλιος (εκφράζοντας τον Πρωθυπουργό;), με τις αστείες δικαιολογίες περί του ότι, «το ΥΠΕΚΑ δεν έχει αρμοδιότητα επί της ενδεχόμενης αναγκαιότητας λήψης ειδικών μέτρων προστασίας για την ασφάλεια των υφισταμένων έργων» και ότι, «το ΥΠΕΚΑ δεν έχει στη διάθεσή του τις σχετικές συνταχθείσες- με εντολή της Κυβέρνησης- πραγματογνωμοσύνες».

Προφανώς και το ΥΠΕΚΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝ-ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ στην εκτέλεση των όποιων εργασιών αφού, αυτές θα γίνουν μέσα από ένα πλαίσιο Περιβαλλοντικών όρων που η έγκριση και η επίβλεψη της τήρησής τους είναι επιβεβλημένη.

Από την άλλη πλευρά, η προστασία των υφιστάμενων έργων από κατάρρευση σημαίνει προστασία του Περιβάλλοντος των έργων και της ευρύτερης περιοχής. Κατά συνέπεια, αν ισχύει αυτό που λέει ο Υφυπουργός, τότε, η Κυβέρνηση φέρει σημαντική ευθύνη για την παράλειψη αυτή, που αν είναι εσκεμμένη, καθίσταται ακόμα βαρύτερη. Αν δε, το ΥΠΕΚΑ γνωρίζει τις πραγματογνωμοσύνες των ειδικών επιστημόνων, τότε, η απουσία και η αδιαφορία είναι Περιβαλλοντικά εγκληματική.

Η εξέλιξη δε, για το πολύπαθο έργο ζωής για την Θεσσαλία καθίσταται πλέον ανησυχητική αφού, ο υφυπουργός «έδειξε» ότι, για τα επόμενα δύο χρόνια η Κυβέρνηση δεν προτίθεται να προχωρήσει, αν δεν το ακυρώσει οριστικά, το έργο.

Τα προδικαστικά ερωτήματα του ΣτΕ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και οι «νέες» (κατά δήλωση του υφυπουργού) μελέτες διαχείρισης των υδάτων των υδατικών διαμερισμάτων Δυτικής Ελλάδας και Θεσσαλίας «στέλνουν» τις όποιες εξελίξεις, τουλάχιστον, στην Άνοιξη του 2012.

Οι εργασίες προστασίας των έργων ΠΡΕΠΕΙ να συνεχισθούν. Στην Περιβαλλοντική επιβάρυνση και καταστροφή καθώς και, στις οικονομικές επιπτώσεις σε σχέση με τα χρήματα από τον Εθνικό Προϋπολογισμό που δαπανήθηκαν μέχρι τώρα αλλά, και με την οικονομία της περιοχής δεν έχει δικαίωμα κανείς να αδιαφορήσει ή, να «στυλώσει τα πόδια». Η Περιβαλλοντική ευαισθησία υπάρχει σε όλους μας.

Αυτό που πρέπει να δούμε πλέον, είναι αυτό που ανέδειξε και το πρόσφατο Συνέδριο του ΤΕΕ στην Αθήνα, με την συμμετοχή και την ελεύθερη διαβούλευση και κατάθεση όλων των απόψεων. «Η Βέλτιστη Διαχείριση του Αχελώου».

Αν για την Κυβέρνηση τίθεται θέμα προβλήματος χρηματοδότησης του έργου λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης ας το πει ξεκάθαρα, χωρίς να «ναρκοθετεί» ένα έργο που, επιστημονικά και πολιτικά έχει διαχρονικά στηριχθεί.

Άξιον απορίας όμως, είναι πως, μπορεί και συνδυάζει το ΥΠΕΚΑ :

Aπό τη μία, την τήρηση της προτεραιότητας της Κοινοτικής Οδηγίας 60/2000 για «διαφύλαξη της ποσότητας και ποιότητας του υπόγειου υδροφορέα» και από την άλλη, να προωθεί την, δια της εκμετάλλευσης του λιγνίτη, «εξόντωση» του νέου Δήμου Ελασσόνας και της ευρύτερης περιοχής, με ΑΜΕΣΗ επιβαρυντική συνέπεια στον πλούσιο υπόγειο υδροφορέα της περιοχής.

Από τη μία, την προώθηση Ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες και καθαρές πηγές ενέργειας και από την άλλη, να σταματάει τα «αυτοδύναμα Υδροηλεκτρικά έργα» της Μεσοχώρας, της Συκιάς και του Πευκόφυτου που, ξέχωρα από την υλοποίηση της Μερικής Μεταφοράς τμήματος του περισσεύματος των νερών του Αχελώου, μπορούν να αποδώσουν στην χώρα σχεδόν 400 MW. Προωθώντας δε, αντίστοιχη «βρώμικη λιγνιτική» ηλεκτροπαραγωγή στην περιοχή της Ελασσόνας.

Από τη μία, να προσπαθεί να υλοποιήσει την Ευρωπαϊκή επιταγή για «σπάσιμο» του μονοπωλίου της ΔΕΗ στην παραγωγή και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας και από την άλλη, να μην εξετάζει το ενδεχόμενο να γίνει αυτό με «καθαρό» τρόπο, με τα υφιστάμενα «βαλτωμένα» αλλά, και με νέα Υδροηλεκτρικά έργα.

Το Τ.Ε.Ε. Κεντρικής & Δυτικής ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ έχει εκφράσει διαχρονικά την, Επιστημονικά τεκμηριωμένη, άποψή του στα παραπάνω ζητήματα και βέβαια, δεν μπορεί να κατανοήσει την όποια «παράβλεψη του αυτονόητου» μπροστά σε όποια «μυωπική και μονομερή περιβαλλοντική πολιτική» ή, ακόμα και μπροστά στην εξυπηρέτηση των όποιων «ιδιοτελών συμφερόντων» μπροστά στο Δημόσιο συμφέρον της χώρας και των πολιτών.