Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ & ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
                                                                 Λάρισα 28 Ιανουαρίου 2011

ΘΕΣΕΙΣ ΤΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ
Το σχέδιο νόμου για τη βιοποικιλότητα έρχεται να προστεθεί σε μια ατελείωτη σειρά γενικών, θεωρητικών νομοθετημάτων, τα οποία ποτέ δε φτάνουν σε επαρκή εξειδίκευση ώστε να αποτελούν πραγματικά εργαλεία.
Όταν δε, απουσιάζουν τα βασικά εργαλεία χωρικού σχεδιασμού και διαμόρφωσης πολιτικής γης όπως, ολοκληρωμένο Εθνικό Κτηματολόγιο και Εθνικό Δασολόγιο, τότε, κάθε ρύθμιση συνιστά το λιγότερο, κενό περιεχομένου νομοθέτημα χωρίς προστιθέμενη οικονομική, κοινωνική και αναπτυξιακή αξία.
Η ολοκληρωμένη χωρική πολιτική και διαχείριση του Ελλαδικού χώρου σημαίνει όχι «κατάργηση» αλλά, «ΜΗ ΥΠΑΡΞΗ» του όρου «εκτός σχεδίου περιοχή», μέσα από τον ολοκληρωμένο τον Εθνικό και Περιφερειακό Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό και την απόδοση «Χρήσεων Γης» σε όλη την Επικράτεια.
Το παρόν Ν/Σ το Εθνικό Χωροταξικό Πλαίσιο, ούτε βέβαια δεν μπορεί να «καταργήσει», και τα συμπληρωματικά Ρυθμιστικά Πλαίσια, τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια και τα Περιφερειακά Χωροταξικά πλαίσια, καθώς και τα υποκείμενα ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ και τα λοιπά Πολεοδομικά εργαλεία τα οποία όμως, οφείλουν να έχουν ως προτεραιότητα προσέγγισης και αρχής την Μελέτη Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης.



Πιο συγκεκριμένα, επί του παρόντος Ν/Σ :
Ø  Η ad hoc και χωρίς διάκριση καθιέρωση της αρτιότητας της προς δόμηση γης εντός των περιοχών Natura στα 10.000 τ.μ. από τα 4.000 τ.μ. που είναι σήμερα, αντιβαίνει στην βασικότερη αρχή-στόχο του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου το οποίο εγκρίθηκε με την αρίθμ. 6876/4871/2-7-2008 (ΦΕΚ Α’ 128/3-7-2008). Απόφαση της Ελληνικής Βουλής, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 2, στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι το Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο ‘’στοχεύει στη διαμόρφωση ενός χωρικού προτύπου ανάπτυξης, στο πλαίσιο των αρχών της αειφορίας, που θα είναι αποτέλεσμα μιας συνθετικής, ισόρροπης, θεώρησης στο χώρο παραμέτρων που προωθούν την προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας και ενισχύουν την κοινωνική και οικονομική συνοχή και την ανταγωνιστικότητα. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη διατήρηση της βιοποικιλότητας’’.
Και τούτο διότι:
α. το χωρικό πρότυπο ανάπτυξης που δημιουργεί για το σύνολο της χώρας, δεν είναι συνθετικό και ισόρροπο καθώς με την καθιέρωση ενιαίας ελάχιστης αρτιότητας στα 10.000τ.μ. (με υπερδιπλασιασμό της ισχύουσας που είναι τα 4.000τ.μ.) δεν επιτρέπει την μείωση αυτής σε περιοχές που οι ιδιαίτερες χωρικές παράμετροι (σημασία βιοποικιλότητας, μέγεθος κλήρου, οικονομικές δραστηριότητες κλπ.) το επιβάλλουν, παρά μόνον την αύξησή της.
Το ορθόν είναι,ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ,  ότι θα πρέπει τα 10.000 τ.μ. να αποτελούν μια ‘’μέση αρτιότητα’’, η οποία στην συνέχεια θα μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται αιτιολογημένα, με βάση ‘’Ειδική Χωρική Μελέτη’’ που θα εκπονηθεί για την κάθε περιοχή, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τόσο την βιοποικιλότητα της περιοχής όσο και τα κοινωνικοοικονομικά της χαρακτηριστικά. Θα έχει δε και την δυνατότητα έτσι της «χωρικής ζωνοποίησης- κλιμάκωσης» στην απόδοση της αρτιότητας αλλά, και των λοιπών όρων δόμησης.
Είναι προφανές για παράδειγμα, ότι η σημασία της βιοποικιλότητας, το μέγεθος των αγροτεμαχίων, οι οικονομικές δραστηριότητες και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην περιοχή natura του θεσσαλικού κάμπου και στην περιοχή natura της ορεινής περιοχής Ασπροπόταμου είναι τελείως διαφορετικά.
Το μέγεθος δε της ‘’Μέσης Αρτιότητας’’ που θα προταθεί από το Σχέδιο Νόμου να ισχύσει για το σύνολο των περιοχών natura της χώρας, θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένο και όχι κατά τον τρόπο που τίθεται σήμερα.
Μέχρι την έγκριση των Ειδικών Χωρικών Μελετών κατά περιοχή, και πάντως όχι για διάστημα πέραν του ενός (1) έτους,  να ισχύσουν οι όροι δόμησης και αρτιότητας που προβλέπονται από τα ειδικότερα λοιπά Πολεοδομικά εργαλεία. Πέραν του έτους από την ψήφιση του νόμου, να ισχύει η Μέση Αρτιότητα ως ισχύουσα, μέχρι την έγκριση της ΕΧΜ. Αυτό σημαίνει ότι, η όποια ολιγωρία της Διοίκησης να προκηρύξει, να αναθέσει και να ολοκληρώσει τις ΕΧΜ και υπό την έννοια ως μεταβατική περίοδος προσαρμογής, δεν μπορεί να είναι πέραν του εύλογου χρόνου του (1) έτους. Άλλωστε, με την ανάθεση της ΕΧΜ υπάρχει εκ του νόμου η δυνατότητα για «προσωρινή διακοπή έκδοσης κάθε διοικητικής πράξης αδειοδότησης», εφόσον, η περιοχή αναγνωριστεί ως χρήζουσας «επείγουσας προστασίας». 
β. δεν ενισχύει την οικονομική και κοινωνική συνοχή της χώρας αλλά αντίθετα την οξύνει, καθώς η υπέρμετρη ad hoc αύξηση της αρτιότητας μειώνει σημαντικά την αξία της γης των μικρών ιδιοκτησιών, που ανήκουν κύρια στις χαμηλότερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες μειώνοντας ακόμα περισσότερο την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων.
γ. επιπλέον η οικονομική και κοινωνική συνοχή της χώρας οξύνεται, και από το γεγονός ότι η αύξηση της αρτιότητας επιβαρύνει σημαντικά το κόστος εγκατάστασης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, έστω και αυτών που θα μπορούν να χωροθετούνται εντός των περιοχών natura, καθώς θα απαιτείται η αγορά σημαντικά μεγαλύτερης έκτασης από αυτήν που στην πραγματικότητα θα χρειάζονται.
Ø  Η διάταξη για την απαγόρευση της εγκατάστασης μεταποιητικών δραστηριοτήτων υψηλής όχλησης εντός περιοχών Natura, είναι κατ’ αρχήν ορθή, όχι όμως και αρκετή, υπό την έννοια ότι συγκεκριμένες δραστηριότητες μέσης όχλησης, μπορεί να είναι ιδιαιτέρως επιβαρυντικές για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα, κάποιων περιοχών, αναλόγως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Ακόμα και δραστηριότητες χαμηλής όχλησης δε μπορεί να χωροθετούνται ανεξέλεγκτα.
Πρέπει εδώ να τονιστεί, η ιδιαιτερότητα ορισμένων μεταποιητικών δραστηριοτήτων που απαιτούν την παρουσία τους μέσα στο χώρο παραγωγής (πχ συσκευαστήρια φρούτων) και οι οποίες, δεν έχουν περιβαλλοντική επιβάρυνση από την δραστηριότητά τους. Οφείλει το Ν/Σ να δώσει την κατεύθυνση της θετικής αντιμετώπισης των περιπτώσεων αυτών.
Εν τέλει, το ζήτημα ανάγεται στην ανάγκη ουσιαστικής εφαρμογής του ειδικού χωροταξικού για τη βιομηχανία, σε συνδυασμό με τα περιφερειακά χωροταξικά και τα λοιπά εργαλεία πολεοδόμησης και ορισμού χρήσεων γης, τα οποία είναι μεν νομοθετημένα, αλλά κάποια από αυτά χρήζουν αναθεώρησης ενώ κάποια άλλα δεν εφαρμόζονται.
Ø  Ακυρώνει ουσιαστικά ένα σχεδιασμό, των ΣΧΟΟΑΠ και ΓΠΣ που βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς και την αρχή του Εθνικού Χωροταξικού για αποφυγή της διάσπαρτης εκτός σχεδίου δόμησης μέσω των οργανωμένων υποδοχέων.
Ø  Προτείνουμε στις περιπτώσεις που θα απαιτηθεί η δημιουργία ζωνών στις οποίες οι χρήσεις και κυρίως η δόμηση θα περιοριστεί σημαντικά ή και θα καταργηθεί, να θεσπιστεί ταυτόχρονα και η αποζημίωση των ιδιοκτητών εν είδη ‘’μισθώματος’’ από το ταμείο του προγράμματος ‘’ο ρυπαίνων πληρώνει’’, καθώς αφού επιτρέπεται στον ιδιοκτήτη της γης δίπλα σε ένα αστικό κέντρο να χρησιμοποιεί την γη του για παραγωγική δραστηριότητα που ρυπαίνει, και αυτός ορθά πληρώνει για αυτό, θα πρέπει και αυτός που του αφαιρείται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την γη του για αντίστοιχη δραστηριότητα αλλά ‘’δεσμεύεται’’ για την διατήρηση της βιοποικιλότητας και την απορρόφηση των ρύπων, να αποζημιώνεται ανάλογα.
Η δέσμευση της γης για το καλό του κοινωνικού συνόλου χωρίς ο ιδιοκτήτης της να αποζημιώνεται από το κοινωνικό σύνολο, αντιβαίνει στους στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας.
Ø  Τέλος, θεωρούμε ότι οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) θα πρέπει να αποτελέσουν το κύριο εργαλείο άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής στις περιοχές Natura και κατά συνέπεια, θα πρέπει στο σχέδιο νόμου:
§  Να δίνεται η δυνατότητα ανάθεσης των ΕΠΜ σε υφιστάμενους φορείς (αιρετή Περιφέρεια, Δήμοι κλπ), έστω και αν αυτοί δεν είναι οι φορείς διαχείρισης, καθώς η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι η σύσταση των φορέων είναι διαδικασία χρονοβόρα και συχνά ατελέσφορη.
§  Να προσδιορισθεί δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την ανάθεση και έγκριση των ΕΠΜ ιδιαίτερα στις περιοχές όπου υπάρχουν οικιστικές πιέσεις έτσι ώστε αυτές να διαφυλαχθούν άμεσα.  (όχι περισσότερο από 2 χρόνια).
§  Οι ΕΠΜ αν τελικά αντιμετωπιστούν ως εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού στις περιοχές Natura θα πρέπει να έχουν αντίστοιχες προδιαγραφές σε ότι αφορά την εκπόνησή τους, αλλά και τη «συνεργασία» τους με τα λοιπά εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρόλο του ότι αποτελεί άμεση ανάγκη η θεσμοθέτηση ρυθμίσεων στο μεγαλύτερο μέρος των περιοχών Natura, το 70% αυτών αντιμετωπίζονται όπως και η υπόλοιπη εκτός σχεδίου περιοχή της Επικράτειας, ο οριζόντιος τρόπος με τον οποίο αυτό γίνεται στο παρών νομοσχέδιο ελλοχεύει κινδύνους σημαντικούς για τον τρόπο διαχείρισης των περιοχών αυτών. Σε κάθε περίπτωση η υλοποίηση των σχεδίων διαχείρισης θεωρείται επιβεβλημένη και άμεση.

Για τη Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ
Ο Πρόεδρος



ΚωνσταΝτίνος Διαμάντος

Δεν υπάρχουν σχόλια: